ΣΤΙΧΟΙ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ

Οι στίχοι των διασημότατων τραγουδιών του άλμπουμ είναι η αφετηρία μιας πορείας. Πίσω από κάθε γραμμή κρύβεται μια αξέχαστη ιστορία: ποιος έδωσε έμπνευση στον συγγραφέα, υπό ποιες συνθήκες δημιουργήθηκαν οι στίχοι και γιατί αυτά τα τραγούδια παραμένουν για πάντα στην καρδιά εκατομμυρίων.

album-art

00:00

Стихи

Νύχτα βαθιά, μόνο οι άνεμοι πνέουν ψυχροί, μόνο οι σφάιρες στον
κάμπο πετούν σε ξυπνούν μες τον ύπνο.
 
Νύχτα βαθιά δεν κοιμάσαι, αγάπη μου, εσύ κι ένα δάκρυ σκουπίζεις
κρυφά όταν γέρνεις στο λίκνο.
Πόσο αγαπώ των ματιών σου τη λάμψη υγρή.
 
Αχ πώς ζητώ να φιλήσω ξανά τα ζεστά σου τα χείλη.
Νύχτα βαθιά μας χωρίζει σαν μαύρη πληγή κι ο ολοσκότεινος κάμπος
ψυχρός να σε δω δεν μ’ αφήνει.
 
Ξέρει η καρδιά πως η αγάπη μου είναι πιστή, ξέρω, μ’ έχει η πίστη
αυτή απ΄ τις σφαίρες φυλάξει.
Λυσσάει η φωτιά, πολεμώ με γαλήνια ψυχή, θα τελειώσει η νύχτα
βαθιά, κι η αυγή θα χαράξει.
Είν’ ο Χάρος εδώ, μα γιατι να φοβάμαι εγώ;
 
Ήταν τόσες φορές που κατάφερα να τον νικήσω.
Με προσμένεις εσύ και το λίκνο κουνάς του παιδιού Και γι’ αυτό σου
υπόσχομαι πως ζωντανός θα γυρίσω.
 
1943
 
Συγγραφείς: Νικίτα Μπογκοσλόφσκι / Βλαντίμιρ Αγκάτοφ / Σεμιόν Λαντσέτ
 
Μεταφραστής: Ιππόλυτος Χαρλαμόφ

Το «Τёмная ночь» («Νύχτα βαθιά») είναι ένα από τα πιο συγκινητικά τραγούδια της Σοβιετικής Ένωσης, γραμμένο το 1943 από τον συνθέτη Νικήτα Μπογκοσλόφσκι και τον ποιητή Βλαντιμίρ Αγκατόφ. Το τραγούδι δημιουργήθηκε για την ταινία του Λεονίντ Λούκοφ «Δύο Στρατιώτες», όπου το ερμήνευσε ο επιφανής Σοβιετικός τραγούδιστης και ηθοποιός Μαρκ Μπερνές στον ρόλο του στρατιώτη Αρκάντι Ντζιούμπιν.

Η ιδέα για το τραγούδι προέκυψε αυθόρμητα, όταν ο σκηνοθέτης δυσκολευόταν να αποδώσει πειστικά μια σκηνή όπου ο στρατιώτης γράφει ένα γράμμα στη γυναίκα του. Πρότεινε να αντικατασταθεί το γράμμα με ένα τραγούδι, και αυτή η απόφαση έγινε καθοριστική για την ταινία.

Το τραγούδι έγινε αμέσως δημοφιλές, τόσο στο μέτωπο όσο και στα μετόπισθεν. Το τραγουδούσαν στα χαρακώματα, οι μητέρες νανούριζαν τα παιδιά τους με αυτό, και έγινε σύμβολο ελπίδας και αγάπης σε δύσκολες εποχές.

Οι στίχοι του εκφράζουν τα βαθιά συναισθήματα ενός στρατιώτη που σκέφτεται την αγαπημένη του κατά τη διάρκεια μιας σκοτεινής νύχτας στο μέτωπο.

Ιβάν Σβιτάιλο – Ιωάννης Κωφόπουλος – Σωκράτης Παπαϊωάννου – φωνητικά

Κώστας Βελλιάδης – διασκευές, μπουζούκι, μπαγλαμάς, κιθάρα, τσούρας

Γεννάδιος Λαυρέντιεφ – βιολί, μπάσο, παραγωγή κομματιών,
ηχολήπτης

Ιωάννης Κωφόπουλος – παραγωγός, φωνητικά (υποστήριξη)

 

Η ηχογράφηση έγινε στο River Studio – Θεσσαλονίκη

album-art

00:00

Стихи

Οι μηλιές κ’ οι αχλαδιές άνθισαν,
η ομίχλη πάει στον ποταμό,
έρχεται στην όχθη η Κατερίνα,
στον ψυχρό απότομο γυαλο.
 
Πιάνει το τραγούδι η Κατερίνα,
για ασημί της στέπας αετό,
για φαντάρο που πάντα λαχταρούσε,
του φυλάει γράμμα φωτεινό.
 
πέτα πέτα κοριτσιού τραγούδι
πέτα ως τα σύννεφα ψηλά
και μακριά στα σύνορα της χώρας
στο φαντάρο δώσε δυο φιλιά
 
ας σκεφτεί ξανά την Κατερίνα
ας ακούσει να του τραγουδά
ας φυλάει εκείνος την πατρίδα
όσο αυτή τον έρωτα κρατά.
 
1939
 
Συνθέτης: Ματβέι Μπλάντερ
Στίχοι: Μιχαήλ Ισακόφσκι
Μετάφραση: Ιππόλυτος Χαρλαμόφ

«Κατιούσα» είναι ισως το πιο γνωστό σοβιετικό τραγούδι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η μουσική γράφτηκε από τον Ματβέι Μπλάντερ το 1938 και οι στίχοι από τον Μιχαήλ Ισακόφσκι.​

Το τραγούδι αφηγείται την ιστορία μιας κοπέλας, της Κατιούσα, που στέκεται σε έναν απότομο γκρεμό και τραγουδά για τον αγαπημένο της, έναν στρατιώτη που υπηρετεί στα σύνορα. Εκφράζει την ελπίδα ότι θα είναι αφοσιωμένος προστάτης της πατρίδας του και ότι η αγάπη τους θα παραμείνει δυνατή.​ Ορισμένοι στίχοι παραπέμπουν σε παραδοσιακά Ρωσικά τραγούδια. 

Η πρώτη δημόσια εκτέλεση του τραγουδιού έγινε από τη Βαλεντίνα Μπατίσεβα στον  Οίκο των Συνδικάτων στη Μόσχα τον Νοέμβριο του 1938. Με την έναρξη του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, «Κατιούσα» έγινε ανεπίσημος ύμνος του Κόκκινου Στρατού. Η μορφή της αγνής και πιστής κοπέλας συγκινούσε τους στρατιώστες τοσο πολυ που το όνομά της δόθηκε στους  εκτοξευτές πυραύλων BM-13 που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου.​

Το τραγούδι απέκτησε διεθνή φήμη και προσαρμόστηκε σε διάφορες χώρες. Στην Ιταλία, η μελωδία του χρησιμοποιήθηκε για το αντάρτικο τραγούδι «Fischia il vento», ενώ στην Ελλάδα έγινε ο «Ύμνος του ΕΑΜ».​ 

Σήμερα θεωρείται πλέον «Ρωσικό παραδοσιακό τραγούδι» και σύμβολο του Ρωσικού πολιτισμού, όπως το παραδοσιακό χορευτικό τραγούδι «Καλίνκα».

Γιώργος Κατσιβέλης – φωνητικά

Κώστας Βελιάδης – διασκευές, μπαγλαμάς, κιθάρα, τσούρας

Οδυσσέας Βαχρούσεβ – μπουζούκι

Γεννάδιος Λαυρέντιεφ – μπάσο, τύμπανα, παραγωγή κομματιών,
ηχολήπτης

Γιάννης Κοφόπουλος – παραγωγός, φωνητικά (υποστήριξη), τύμπανα

Η ηχογράφηση έγινε στο River Studio – Θεσσαλονίκη

Η ηχογράφηση των φωνητικών έγινε στα Mix Factory Records – Μόσχα

album-art

00:00

Стихи

Τρεµοπαίζει και τρίζει η φωτιά, λες και κλαιν τα κλαδιά πριν καούν.
Τα δικά σου τα µάτια βαθιά στα όνειρά µου απόψε θα ρθουν.
Όλοι οι θάµνοι για σένα µιλούν στης Ρωσίας τους άσπρους αγρούς.
Θέλω όσο οι νύχτες κυλούν τη φωνή µου στον ύπνο ν’ ακούς.
 
Μας χωρίζει η απέραντη γης, ο χιονιάς τη χτυπάει σαν θεριό.
Ως το σπίτι είναι δρόµος µακρύς, κι ως τον θάνατο βήµατα δυο.
Φυσαρµόνικα παίξε σκοπό, γιάτρεψε την καρδιά µου που κλαίει.
Στο φυλάκιο το στρατιωτικό σαν τη φλόγα η αγάπη µου καίει.
 

1942

Συνθέτης: Κωνσταντίνος Λίστοφ

Στίχοι: Αλεξέι Σούρκοφ 

Μετάφραση: Ίππολυτος Χαρλαμόφ

Το «Στο φυλάκιο» («V zemlyanke») είναι ένα από εκείνα τα πολεμικά τραγούδια  που γράφτηκαν στο μέτωπο και όχι στ μετώπισθεν. Οι στίχοι του δημιοργήθηκαν από τον ποιητή Αλεξέι Σουρκόφ το Νοέμβριο του 1941  ως αφιέρωση στη σύζυγό του που με αγωνία περίμενε τις επιστολές του από το μέτωπο. Αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1942, ο συνθέτης Κονσταντίν Λίστοφ μελοποίησε το ποίημα.​

Το τραγούδι διαδόθηκε γρήγορα στα μέτωπα, εκφράζοντας τη νοσταλγία και την ελπίδα των στρατιωτών. Το ελεγαν οι μαχητές σε χαρακώματα και οι αντάρτες. Αργότερα άρχισε να ακούγεται και σε ραδιοφωνικές εκπομπές.​ 

Ο στίχος «Ως το σπίτι είναι δρόμος μακρύς /  Κι ως τον θάνατο βήματα δυο» προκάλεσε διαμάχες μεταξύ των λογοκριτών, που τον θεώρησαν απαισιόδοξο. Ωστόσο, οι στρατιώτες επέμειναν στη διατήρηση του αρχικού κειμένου, υποστηρίζοντας ότι αντικατοπτρίζει με ακρίβεια τα συναισθήματά τους.​

Σωκράτης Παπαϊωάννου – φωνητικά

Κώστας Βελιάδης – διασκευές, μπαγλαμάς, κιθάρα, τσούρας

Οδυσσέας Βαχρούσεβ – μπουζούκι

Γεννάδιος Λαυρέντιεφ – μπάσο, παραγωγή κομματιών, ηχολήπτης

Γιάννης Κοφόπουλος – παραγωγός, φωνητικά (υποστήριξη)

 

Η ηχογράφηση έγινε στο River Studio – Θεσσαλονίκη

album-art

00:00

Стихи

Δρόµοι άδειοι Και µακρινοί. Αγωνίες, µάχες Και καµµένη γη.
Τι θα γράψει Η µοίρα µας; Ίσως να µας θάψει Ο άγριος χιονιάς.
 
Οι δρόµοι παν και δεν γυρίζουν Σπιθίζουν Μαυρίζουν Γύρω οι
πυρκαγιές βουίζουν Κι οι σφαίρες πετούν.
 
Δρόµοι άδειοι Και µακρινοί. Αγωνίες, µάχες Και καµµένη γη.
Ένας βρόντος Аστραφτερός Πέφτει ο αδερφός µου Καταγής νεκρός…
 
Και ο δρόµος δεν τελειώνει Μας ζώνει Μας λιώνει
Κι η φωτιά παντού απλώνει Μαύρους καπνούς…
 
Δρόµοι άδειοι Και µακρινοί. Αγωνίες, µάχες Και καµµένη γη.
Ο ήλιος προβαίνει. Φέγγει η αυγή. Η µάνα σε προσµένει Έξω στην
αυλή.
 
Κλαίει τ’ αγέρι απελπισµένα Για σένα, Για µένα, Και τα µάτια τα
θλιµµένα Δακρύζουν για µας.
 
Δρόµοι άδειοι Και µακρινοί. Αγωνίες, µάχες Και καµµένη γη.
Φίλε, θυµήσου Χιόνια, βροχές… Τις µεγάλες νίκες, Τις αθάνατες.
 

1945

Συνθέτης: Α. Νοβίκοφ

Στίχοι: Λ. Οσανίν

Μετάφραση: Ίππολυτος Χαρλαμόφ

Το «Эх, дороги…» («Δρόμοι άδειοι…») είναι ένα τραγούδι που έγινε σύμβολο της ζωής στο μέτωπο και των δοκιμασιών των στρατιωτών κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Οι στίχοι του γράφτηκαν από τον Λεβ Οσάνιν και η μουσική από τον Ανατόλι Νοβίκοφ. Το τραγούδι παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1945 και έκτοτε κατέχει ξεχωριστή θέση στις καρδιές πολλών γενεών.

Οι στίχοι εκφράζουν τα συναισθήματα ενός στρατιώτη που βαδίζει στους ατελείωτους δρόμους του πολέμου, αντιμετωπίζοντας κινδύνους και απώλειες, αλλά διατηρώντας την ελπίδα και την πίστη. Η μελωδία  υπογραμμίζει την τραγικότητα και τον ηρωισμό των περιγραφόμενων γεγονότων.

Οι δημιουργοί του τραγουδιού δεν συμμετείχαν άμεσα σε μάχες, αλλά επισκέφθηκαν επανειλημμένα το μέτωπο. Ο Νοβίκοφ ήταν μάρτυρας των μαχών στο Κουρσκ, ενώ ο Οσάνιν πέρασε πολύ χρόνο μεταξύ των στρατιωτών πρώτα στο Δυτικό και έπειτα στο Καρελιανό και στο 3ο Λευκορωσικό μέτωπο. Οι εμπειρίες τους αντικατοπτρίζονται στο έργο τους.

Το τραγούδι έγινε δημοφιλές όχι μόνο στη Σοβιετική Ένωση αλλά και πέρα από τα σύνορά της, χάρη στο παγνανθρώπινο θέμα του και το συναισθηματικό του βάθος. Ερμηνεύτηκε από πολλούς γνωστούς καλλιτέχνες και παραμένει επίκαιρο και σήμερα, υπενθυμίζοντας το τίμημα της ειρήνης και το θάρρος εκείνων που πολέμησαν για αυτήν.

Γιάννης Κοφόπουλος – φωνητικά

Χορός «Μία για Όλους» – φωνητικά (υποστήριξη)
– Ρικούνινα Νατάσα Νικολάιεβνα
– Ουσάκοβα Όλγα Γιούριεβνα
– Μπαλιάγκοφ Ρουσλάν Μαβλεντιάνοβιτς
– Κοζαγκούλοβ Αμιράλι)

 

Κώστας Βελιάδης – διασκευές, μπουζούκι, μπαγλαμάς, κιθάρα, τσούρας

Γεννάδιος Λαυρέντιεφ – μπάσο, παραγωγή κομματιών, ηχολήπτης

Γιάννης Κοφόπουλος – παραγωγός

 

Η ηχογράφηση έγινε στο River Studio – Θεσσαλονίκη

Η ηχογράφηση των φωνητικών έγινε στα Mix Factory Records – Μόσχα

album-art

00:00

Стихи

Μια φορά το καλοκαίρι Σε έναν κήπο του χωριού Είδα μια
μελαχρινούλα Να κόβει ρόγες σταφυλιού.
Κοκκινίζω και χλωμαίνω Πως μου ήρθε να της πω Θα’ θελα μαζί σου
Το φεγγάρι να κοιτώ!
 
Εκεί πλάι στο σφενδάμι το ψηλό Ήρθε η αγάπη και μου πήρε το
μυαλό Εκεί πλάι στο σφενδάμι, Στο σφενδάμι το σγουρό!
 
Κι η μελαχρινή κοπέλα Απαντούσε στο παιδί: “Με αντάρτικη ομάδα
Φεύγω αύριο την αυγή! Το χωριό μου θα τ’ αφήσω Με το φως το
πρωινό. Αν με πεθυμήσεις Να με ψάξεις στο βουνό.
 
Εκεί πλάι στο σφενδάμι το ψηλό Σε είδα πάλι ένα αντίο να σου πω
Εκεί πλάι στο σφενδάμι, Στο σφενδάμι το σγουρό.
 
Κι η μικρή μελαχρινούλα Πήρε την ανηφοριά. Νόμιζε πως θα
δειλιάσω Και με πλήγωσε βαριά. Τη μικρή μελαχρινούλα Δεν ξεχνούσα
μια στιγμή, Μέχρι που τη βρήκα Στου μετώπου τη γραμμή.
 
Εδώ πλάι στο σφενδάμι το ψηλό Μου ’πες γεια σου παλικάρι μου
καλό Εδώ πλάι στο σφενδάμι, Στο σφενδάμι το σγουρό.
 
1944


Συνθέτης: Ανατόλι Νοβίκοφ

Στίχοι: Γιάκοβ Σβέντοφ

Μετάφραση: Ίππολυτος Χαρλαμόφ

«Μελαχρινούλα» είναι ένα διάσημο σοβιετικό τραγούδι της εποχής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που γράφτηκε το 1940 από τον συνθέτη Ανατόλι Νοβίκοφ με στίχους του ποιητή Γιακόβ Σβέντοφ.

Αρχικά, το τραγούδι δημιουργήθηκε για να προωθήσει τις αξίες της ανταρτικης αντίστασης, εν όψει του επικείμενου πολέμου. Οι στίχοι του αφηγούνται την ιστορία  ενός νεαρού χωρικού που συνάντησε τυχαία μια όμορφη μελαχρινή Μολδαβή και την ερωτεύτηκε. Η κοπέλα όμως αδιαφορεί για το συναίσθημά του και δηλώνει την πρόθεσή της να ενταχθεί στο αντάρτικο. Ο νέος, οδηγούμενος από τον έρωτα αλλά και από τη θιγμένη υπερηφάνειά του, αποφασίζει να γίνει κι αυτός αντάρτης και βρίσκει την αγαπημένη του στο βουνό. Αυτή τη φορά η κοπέλα τον υποδέχεται με τρυφερότητα και θαυμασμό.

Παρόλο που οι στίχοι έχουν έναν ελαφρύ και ρομαντικό τόνο, το τραγούδι γρήγορα συνδέθηκε με τον ηρωισμό του σοβιετικού λαού. Η μεγαλύτερη δημοφιλία του τραγουδιού ήρθε με την ταινία του 1973 «Στη μάχη πάνε μόνο οι γέροι», όπου το ερμήνευσε ο ηθοποιός Λεονίντ Μπίκοφ μαζί με τους συναδέλφους του.

Η μελωδία του τραγουδιού είναι χαρούμενη και αξέχαστη, γεγονός που το έκανε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα κομμάτια της σοβιετικής στρατιωτικής μουσικής. Σήμερα, το τραγούδι ακούγεται όχι μόνο σε εκδηλώσεις για την Ημέρα της Νίκης αλλά και σε γάμους, και στα καραόκε μπαρ της Ρωσίας.

Μάριος Χαραλάμπους – Ιβάν Σβιτάιλο – φωνητικά

Κώστας Βελιάδης – διασκευές, μπουζούκι, μπαγλαμάς, κιθάρα

Γεννάδιος Λαυρέντιεφ – μπάσο, τύμπανα, παραγωγή κομματιών,
ηχολήπτης

Γιάννης Κοφόπουλος – παραγωγός, φωνητικά (υποστήριξη), τύμπανα

 

Η ηχογράφηση έγινε στο River Studio – Θεσσαλονίκη

album-art

00:00

Стихи

Στιγμές στιγμές θαρρώ πως οι στρατιώτες που πέσανε στη ματωμένη
γη δεν κείτονται, θαρρώ, κάτω απ’ το χώμα αλλά έχουν γίνει άσπροι
γερανοί.
 
Πετούν και μας καλούν με τις κραυγές τους απ’ τους καιρούς αυτούς
τους μακρινούς κι ίσως γι’ αυτό πολλές φορές σιωπώντας κοιτάμε τους
θλιμμένους ουρανούς.
 
Πετάει ψηλά το κουρασμένο σμάρι στης δύσης τη θαμπή φεγγοβολή
και βλέπω ένα κενό στη φάλαγγά του και είναι ίσως η δική μου η θέση
αυτή.
 
Θα ’ρθεί μια μέρα που μ’ αυτό το σμάρι στο μέγα θάμπος θα πετώ κι
εγώ σαν γερανός καλώντας απ’ τα ουράνια όλους εσάς που έχω αφήσει
εδώ.
 
1969
 
Συγγραφείς:
Γιάν Φρένκελ (μουσική)

Ρασούλ Γκαμζάτοφ (στίχοι,
μετάφραση του Ναούμ Γκρέμπνιεφ)
 
Ελληνική μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος

Το τραγούδι «Οι Γερανοί» («Журавли»)   έγινε σύμβολο θλίψης για τους πεσόντες στρατιώτες. Η ιστορία του ξεκίνησε με ένα ποίημα του Νταγκεστανού ποιητή Ρασούλ Γκαμζάτοφ, γραμμένο στην αβαρική γλώσσα. Κατα τη διάρκεια  του ταξιδιού του στην Ιαπωνία ο ποιήτης έλαβε νέα για τον θάνατο της μητέρας του, και στο δρόμο της επιστροφής ήταν συντετριμμένος  από την απώλεια αυτή. Σκεφτόταν διαρκώς τον ιαπωνικό θρύλο για τη Σαντάκο Σασάκι, ένα κοριτσάκι από τη Χιροσίμα που πίστευε ότι φτιάχνοντας χίλιους χάρτινους γερανούς, θα θεραπευόταν από τον καρκίνο του αίματος. Ο Γκαμζάτωφ αποφάσισε να απεικονίσει τις ψυχές όλων των θυμάτων του πολέμου ως άσπρους γερανούς.

Το 1968, το ποίημα μεταφράστηκε στα ρωσικά από τον Ναούμ Γκρέμπνεφ. Αργότερα, ο συνθέτης Γιαν Φρένκελ συνέθεσε τη μελωδία που έγινε γνωστή παγκοσμίως. Το τραγούδι ερμηνεύτηκε για πρώτη φορά από τον Μαρκ Μπερνές, και ήταν το τελευταίο αριστούργημα, το κύκνειο άσμα του. Το ηχογράφησε λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του το 1969.​

Το τραγούδι «Οι Γερανοί» εκτελείται συνήθως σε εκδηλώσεις μνήμης και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα τέχνης της σοβιετικής εποχής. Την μετάφρασή του στην Ελληνική γλώσσα είχε εκπονήσει ο Γίαννης Ρίτσος.

Ξένια Γεωργιάδη – φωνητικά

Χορός «Μία για Όλους» – φωνητικά (υποστήριξη)
– Ρικούνινα Νατάσα Νικολάιεβνα
– Ουσάκοβα Όλγα Γιούριεβνα
– Μπαλιάγκοφ Ρουσλάν Μαβλεντιάνοβιτς
– Κοζαγκούλοβ Αμιράλι)

 

Κώστας Βελιάδης – διασκευές, τσούρας, μπαγλαμάς, κιθάρα

Οδυσσέας Βαχρούσεβ – μπουζούκι

Γεννάδιος Λαυρέντιεφ – μπάσο, παραγωγή κομματιών, ηχολήπτης

Γιάννης Κοφόπουλος – παραγωγός

 

Η ηχογράφηση έγινε στο River Studio – Θεσσαλονίκη

Η ηχογράφηση των φωνητικών έγινε στα Mix Factory Records – Μόσχα